- κιμωλία
- Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται κυρίως από ένα συνάθροισμα κελυφών τρηματοφόρων και κοκκολιθοφόρων, που είναι μικρότατα μονοκύτταρα ασβεστολιθικά φύκη· όσο μικρότερη είναι η περιεκτικότητα της κ. σε τρηματοφόρα τόσο πιο λεπτή είναι η υφή της. Εκτός όμως από αυτά, μέσα στην κ. υπάρχουν και ραδιολάρια (τα κελύφη των οποίων είναι πυριτικά) και βελόνες από πυριτιόσπογγα. Ωστόσο, η σύνθεση της κ. είναι πιο πολύπλοκη: εκτός από το ασβέστιο περιέχει χαλαζία, λειμονίτη, άστριους, οπάλιο, άργιλο, γλαυκονίτη κ.ά. Όταν το ποσοστό των αργιλικών ορυκτών είναι μεγάλο (πάνω από 10%), η κ. καλείται αργιλούχος. Ο γλαυκονίτης επίσης μπορεί να περιέχεται σε μεγάλο ποσοστό μέσα στην κ. Από τη λευκή κ. (κρητίδα) πήρε την ονομασία της ολόκληρη γεωλογική περίοδος (το κρητιδικό), γιατί κατά τη διάρκειά της και προς το τέλος της αποτέθηκαν παχιά στρώματα κ. σε μεγάλες περιοχές, κυρίως στις γαλλικές και αγγλικές ακτές.
Πετρώματα κιμωλίας καλύπτουν τις βρετανικές ακτές (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η (ΑΜ κιμωλία) [κίμωλος]ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από μικροσκοπικούς δίσκους, σφαιρίδια, ή κοκκολίθους άμορφου ανθρακικού ασβεστίου από κελύφη πρωτόζωων, θραύσματα βρυοζώων και εχινοζώων και από λεπτή σκόνη κρυσταλλικού ασβεστίτηνεοελλ.μικρό κυλινδρικό κοντύλι από κιμωλία που χρησιμοποιείται για να γράφει κανείς σε πίνακα ή άλλη σκουρόχρωμη λεία επιφάνειααρχ.«κιμωλία (γῆ)» — ο κιμωλίτης*, τον οποίο χρησιμοποιούσαν στα λουτρά, στο πλύσιμο αντί για σαπούνι και σε διάφορα φαρμακευτικά παρασκευάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.